συγχορδία

συγχορδία
(Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων ή ελάσσονων, συμφώνων ή διαφώνων, διατονικών ή χρωματικών. Κατά το παραδοσιακό τονικό αρμονικό σύστημα, η σ. προέρχεται από τη συνακολουθία ήχων, σε διαστήματα τρίτης (αρμονία). Η σ. τριών ήχων λέγεται τρίφωνη· υπάρχουν όμως και σ. τεσσάρων ή και περισσοτέρων ήχων. Η διάταξη και η ανάπτυξη των σ. αποτελούν την αρμονική πλοκή του μουσικού λόγου, που, στη σύγχρονη μουσική, όχι μόνο έχει πλουτιστεί με κλίμακες διαφορετικές από τις παραδοσιακές, αλλά και έχει παραβιάσει τους αυστηρούς κανόνες της αρμονίας που θεσπίστηκαν ήδη από τον 16o και 17o αι. και που δεν εμπόδισαν π.χ. το Μότσαρτ ή τον Μπετόβεν να γίνουν επαναστάτες έστω και στην περιοχή του τονικού συστήματος. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις σ. της 3ης Συμφωνίας («Ηρωικής») του Μπετόβεν και της προτελευταίας συμφωνίας του Μότσαρτ σε σολ έλ., Κ. 550, που στην εποχή της την είπαν «φρικτή». Οι σ. φάνηκαν εκτός κανόνων και νέες σε τέτοιο σημείο, ώστε οι σύγχρονοι των δύο μεγάλων μουσουργών νόμισαν ότι όφειλαν να τις διορθώσουν. Για τη μετέπειτα εξέλιξη της σ. και της αρμονίας θα αρκούσε να ληφθεί υπόψη η μουσική του Βάγκνερ, του Ντεμπισί και ιδιαίτερα του Σαΐνμπεργκ, ο οποίος με τις ιδέες του περί «χειραφέτησης της διάφωνης συγχορδίας» και τη δωδεκάφθογγη θεωρία του (δωδεκαφωνία), όχι μόνο δημιούργησε αρμονικά πλέγματα τελείως άγνωστα ως την εποχή του και ασυμβίβαστα με το τονικό αρμονικό σύστημα της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής, αλλά και στάθηκε η αφετηρία όλων των μουσικών πειραματισμών του 20ού αιώνα. Κάθε κυματοειδές φαινόμενο, και επομένως κάθε ήχος, μπορεί να αποδοθεί γραφικά, αρκεί να εκλεγεί ένα κατάλληλο σύστημα αξόνων, που το αποδίνουν. Στο παράδειγμα αυτό, έχουν σημειωθεί στον οριζόντιο άξονα τα μετρήματα χρόνων και στον κάθετο άξονα η έκταση των ταλαντώσεων. Από την υπέρθεση των ταλαντογραφημάτων των φθόγγων σι4 ύφεση (κίτρινη γραμμή), σι5 ύφεση (γαλάζια) και φα6 (κόκκινη), που παράγουν την πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη αρμονική ενός ήχου, γειτονικού της φωνής «ο» πετυχαίνουμε το ταλαντογράφημα της προκύπτουσας συγχορδίας (μαύρη γραμμή). Η γραμμή αυτή είναι το αλγεβρικό άθροισμα της ευρύτητας των μεμονωμένων φθόγγων, που συνθέτουν τη συγχορδία.
* * *
η, ΝΑ
συμφωνία, αρμονία
νεοελλ.
1. η αρμονική συνήχηση δύο ή περισσότερων φθόγγων, κν. ακόρντο
2. μτφ. σύμπτωση απόψεων, ύπαρξη ομοφωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγχορδος. Η λ., ως όρος με ειδικότερη σημ. στη Νέα Ελληνική, είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. accord, και μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγχορδία — συγχορδίᾱ , συγχορδία harmony fem nom/voc/acc dual συγχορδίᾱ , συγχορδία harmony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχορδίᾳ — συγχορδίᾱͅ , συγχορδία harmony fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγχορδία — η 1. συνήχηση τριών ή περισσότερων μουσικών φθόγγων. 2. μτφ., ομόφωνη υποστήριξη της ίδιας άποψης από δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες ατόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγχορδιῶν — συγχορδία harmony fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προετοιμασία — η, ΝΜΑ [προετοιμάζω] ετοιμασία εκ τών προτέρων, προπαρασκευαστικές ενέργειες, προπαρασκευή (α. «οι προετοιμασίες για τον εορτασμό» β. «η προετοιμασία τού συνεδρίου γ. «η προετοιμασία για τη Θεία Μετάληψη» νεοελλ. 1. μουσ. η απάλυνση τής εντύπωσης …   Dictionary of Greek

  • τρίφωνος — η, ο, Ν 1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές 2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία» μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμί… …   Dictionary of Greek

  • υποδεσπόζουσα — η, Ν μουσ. 1. η τέταρτη βαθμίδα τών διατονικών ευρωπαϊκών κλιμάκων 2. φρ. «συγχορδία υποδεσπόζουσας» μουσ. συγχορδία που έχει ως θεμέλιο την παραπάνω βαθμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + δεσπόζω] …   Dictionary of Greek

  • έκτη — η (Α ἕκτη) νεοελλ. μουσ. α) το μεταξύ έξι φθόγγων τής μουσικής κλίμακας διάστημα, π.χ. ντο λα, ρε σι κ.λπ. β) έκτης συγχορδία η πρώτη αναστροφή τρίφωνης συγχορδίας αρχ. (το θηλ. τού έκτος ως ουσ.) 1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα ίσο με το έκτο τού… …   Dictionary of Greek

  • ακόρντο — το (Μουσ.) συγχορδία …   Dictionary of Greek

  • αποτζιατούρα — η ή επέρειση, η μουσ. καλλωπιστικός φθόγγος που έχει επεκταθεί και στη συγχορδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. appoggiatura, τ. με κυριολεκτική σημασία «στήριξη, στήριγμα» < ρ. appoggiare «στηρίζω, υποστηρίζω, ακουμπώ» < (δημ. λατ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”